παχύς

παχύς
πᾰχύς, εῖα ([dialect] Ion.
A

-έα Hp.Superf.21

), ύ, thick, stout,

χειρὶ παχείῃ Il. 5.309

, etc. ;

παχέος παρὰ μηροῦ 16.473

;

παχὺν αὐχένα Od.9.372

;

π. πούς Hes.Op.497

; of trees, ib.509 ;

ῥίζα Thphr.HP6.3.1

; later of persons, περὶ σφυρὸν παχεῖα, μισήτη γυνή thick-ankled, Archil.184 ; fat,

οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Hp.Aph.3.25

; π. γυνή Id.Superf. l.c.; χοῖρος π., ὗς π., Ar.Ach.766, Men.21 : metaph., of soil, rich, fertile, X.Oec.17.8 ([comp] Comp.) ; π. τράπεζα a well-spread table, Philostr. VA3.26. Adv., παχέως διαιτᾶσθαι ibid.
2 of inorganic things, thick, massive,

π. λᾶας Il.12.446

;

σκῆπτρον 18.416

;

αὐλὸς αἵματος Od.22.18

;

θρυαλλίδες Ar.Nu.59

;

πέδαι Id.V.435

; π. δραχμή a thick drachma, i. e. the Aeginetan, which weighed more than the Attic, Poll.9.76
, or (Hsch.), = δίδραχμον ; thick, coarse, opp.

λεπτός, ἱμάτιον Pl.Cra.389b

, cf. Poll.7.57,61, etc.; χλαῖναν . . παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp. Com.10 ; of hair, Arist.HA502a26 ; π. τὴν σάρκα, of the pig, Jul.Or.5.177c. Adv. coarsely, roughly, of stating or arguing, παχέως ὁρίζεσθαι, prob. for ταχέως, Arist.Pol.1275b25 ; παχύτερον or -έρως, Pl.Plt.294e, 295a.
3 of liquids, thick, curdled, clotted,

αἷμα Il.23.697

;

ἀπορρέει . . παχὺ καὶ μέλαν Hdt.4.23

; of marshwater, Hp.Aër.7 ; of urine, Id.Prog.12 ;

τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Arist.HA521b28

;

τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως [τῶν οἴνων] Ath.1.33b

.
b τὰ παχέα καλούμενα νοσήματα, of certain diseases supposed to be due to thickened phlegm, Hp.Int.47,al.
4 in Com., fat, great, π. πρᾶγμα, χάρις, Ar.Lys.23, Ec.1048.
5 of timbre, thick, opp. λεπτός, Arist.Aud.803b29, cf. 804a10 ([comp] Comp.). Adv.,

κορώνη παχέα κρώζουσα Arat.953

.
6 of speech, coarse, heavy,

διάλεκτος παχυτέρα D.H.Pomp.2

;

παχύτερος τὴν λέξιν Id.Is.19

;

παχύτερον ποιεῖν τὸν λόγον Hermog.Id.1.6

.
b ample, of periphrasis, Longin.29.1 ([comp] Sup.).
7 of flame, dull, Thphr.HP5.9.3.
II οἱ παχέες men of substance, the wealthy, Hdt.5.30,77,6.91 ;

τοὺς π. καὶ πλουσίους Ar.Pax639

; ὃς ἂν ᾖ π. Id.Eq.1139 ; ἀνὴρ π. Id.V.287 ; cf. πάχης.
III Com. and Prose, thick-witted, gross, stupid, ἀμαθὴς καὶ π. Id.Nu.842 ;

τὸ τῶν παχυτέρων πλῆθος Phld.Rh.1.202

S.;
π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Luc.Alex.9,17 ;

ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Hp.

Aër.24 ;

π. τὴν μνήμην Philostr.VS2.1.10

; π.

λόγος Gal.8.606

. Adv.,

παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Hld.5.18

.
IV prov., πηλοῦ παχύτερος, of a dullard, Eun.Hist.p.265 D.
V Adv. -έως, v. supr.
VI [comp] Comp. πάσσων, ον, Od.6.230, 8.20, 24.369 ; πᾰχίων, ον, Arat.785 : [comp] Sup.

πάχιστος Il.16.314

, Call.Aet.Oxy. 2079.23 : regul. forms πᾰχύτερος, πᾰχύτατος (v. supr.). (I.-E. bhṇĝhú-, cf. Skt. bahús, Lett. biezs 'thick'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παχύς — thick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • πάχυς — ὁ βλ. πήχυς …   Dictionary of Greek

  • παχύς, -ιά, -ύ — γεν. ιού, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει πολύ πάχος, ο χοντρός: Το στρώμα αυτό είναι πολύ παχύ. 2. για ανθρώπους και ζώα, παχύσαρκος (αντίθ. λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος): Παχύ παιδί. 3. για κρέατα και φαγητά, αυτός που έχει ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχέα — παχύς thick neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παχέᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual (epic ionic) παχύς thick fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυτέρων — παχύς thick fem gen pl παχύς thick masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυτέρως — παχύς thick adverbial παχύς thick masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχίον — παχύς thick masc/fem voc comp sg παχύς thick neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύ — παχύς thick masc voc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτερον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάχιστον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”